συμπολιτεύομαι

συμπολιτεύομαι
συμπολιτεύτηκα, συμπολιτευόμενος, αυτός που είναι με το μέρος του κόμματος που κυβερνά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • συμπολίτευση — η / συμπολίτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [συμπολιτεύομαι] νεοελλ. το σύνολο τών βουλευτών που ανήκουν στην κυβερνητική παράταξη μσν. μτφ. η επίγεια ζωή τού Ιησού Χριστού, το ότι έζησε ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους αρχ. η ιδιότητα τού συμπολίτη, το να …   Dictionary of Greek

  • συμπολιτεία — Μορφή συνένωσης δύο ή περισσότερων πόλεων στην αρχαία Ελλάδα, σημαντικότερες από τις οποίες ήταν η Αιτωλική και η Αχαϊκή. Η σ. παρουσίαζε αρκετές αντιστοιχίες προς τη σημερινή ομοσπονδία κρατών, και διάφερε από την αμφικτιονία και από το κοινόν.… …   Dictionary of Greek

  • συμπολιτεύω — Α βλ. συμπολιτεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”